Κάθομαι σε άβολη καρέκλα ανάμεσα σε δύο παράθυρα με σίδερα. Δεν είμαι στη φυλακή του Κράτους, ενός κράτους, κάποιου κράτους, είμαι στη φυλακή των επιλογών μου. Ο Αύγουστος ήταν πάντοτε ο χειρότερος μήνας της ζωής μου.
Ετσι ήταν από παιδί, έλεγα στην εφηβεία θ’ αλλάξει. Ετσι προέκυψε στην εφηβεία, αντε μετά τα είκοσι, θα αλλάξει. Ηρθαν και τα 20, τα 30, τα 40, τα 50..και δεν έχει αλλάξει.
Αρα τα σίδερα μόνο εγώ τα βάζω. Ως τώρα ποτέ δεν μπόρεσα να τα βγάλω. Μόνο με ανατριχίλα περιμένω, όλους τους υπόλοιπους μήνες να έρθει ο σιχαμερός Αύγουστος της φυλακής, να έρθει όσο πιο ανώδυνα μπορεί, να περάσει χωρίς πολλά σημάδια.
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της μοναξιάς. Ολος ο κόσμος φεύγει απο τη πόλη, χάνεται η γύρω μου ζωή. Αν φύγω θα είμαι απίστευτα μόνη, γιατί η σχέση με τον άνδρα μου έχει χαλάσει, μένουμε μαζί συμβατικά, μας βολεύει υποτίθεται η κοινή μας φυλακή, εκείνος για να ορίζει τη ζωή του μακριά απο εκείνη των γονέων του, εγώ για να νοιώθω ασφαλής. Το χρήμα δεν έχει να κάνει τίποτα εδώ. Ολα είναι στο μυαλό μας.
Μέχρι πέρυσι τσακωνόμασταν πολύ άσχημα, μέχρι δακρύων. Τον πείραζαν τα πάντα που είχα σχέση με εμένα, κυρίως ο εαυτός του και η αποποίηση των ευθυνών του. Τον είχαν μάθει ότι για όλα τα κουσούρια, για όλες τις αναποδιές φταίνε πάντα οι άλλοι. Η γυναίκα του, η γάτα του σπιτιού, η οικιακή βοηθός, ο οποιοσδήποτε κακομοίρης, γινόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος της στιγμής της έκρηξης. Προστάτευα πάντα τη γάτα του σπιτιού, έτσι έπαιρνα διπλή δόση. Μέχρι που βαρέθηκα. Τον βαρέθηκα. Αδιαφόρησα. Εκανα άλλα πράγματα. Δεν ελευθερώθηκα όμως, γιατί φοβάμαι, μέσα στη κρίση, να σηκωθώ και να φύγω..δεν βγαίνω οικονομικά.
Ελεγα ότι φέτος δεν θα τσακωθούμε, οτι θα αλλάξει κάτι. Αλλαξε κάτι, δεν τσακωνόμαστε πιά με λύσσα, δεν αντιμιλώ, το αφήνω να περάσει..μέχρι που αφρίζει απο λύσσα. Αν είχε πιστόλι θα μου έρριχνε. Η τρέλλα στα μάτια του. Δεν πάει σε γιατρό. Και αυτούς μαζί με όλους τους άλλους τους μισεί. Και βέβαια μπροστά σε τρίτους είναι ο καλυτερος άνθρωπος του κόσμου..αν και όσοι έχουν δουλέψει μαζί του, έχουν δεί δείγματα σκληρότητας, αδικίας, περιφρόνησης.
Δεν κλαίγομαι φέτος τον Αύγουστο, αυτές οι 10 μέρες έχουν περάσει ήπια. Ο καθένας κάθεται στη τρύπα του, ο ένας πάνω ο άλλος κάτω, ή ο ένας έξω ο άλλος μέσα ή αλλού. Μαζί πάντως όχι. Και το βράδυ με παίρνει πρώτη ο ύπνος μετά το φαγητό, οπότε αποσύρομαι. Μιλάω με τον υπολογιστή, βλέπω ταινίες που έχω αποθηκεύσει, διαβάζω για τη ζωή των άλλων. Αν έμενα σε μοναστήρι πιο μεγάλη ποικιλία θα είχα στη ζωή μου, τουλάχιστον θα έκανα κάτι, θα έβλεπα έναν άλλο άνθρωπο. Η καταδίκη του κοινωνικού ανθρώπου είναι να τον ρίξεις στις φυλακής τα σίδερα. Χθές τον έπιασε η κρίση, είδα τη τρέλλα στα μάτια του, αλλά του πέρασε γρήγορα..Σήμερα έχει καύσωνα, κάθισε στη ζέστη χωρίς ανεμιστήρα, δεν τον άναψε, ένα κλίκ θα μπορούσε να κάνει, όχι ήθελε να ξεσπάσει τα νεύρα του, με κατηγόρησε ακόμη και για το κλίκ που δεν έκανε. Είναι τρελλός.
Το ξέρω. Το ξέρει. Αυτό τον τρελλαίνει περισσότερο. Η αγωνία μου για την αβεβαιότητα του αύριο χτύπησε κόκκινο τον Ιούλιο. Βγαίνει ξανα το δερματικό αυτοάνοσο. Εκείνο που εμφανίσθηκε μετά το θάνατο της μάνας μου και που “θεραπεύτηκε” το 2009 μετά τον 1 χρόνο κορτιζόνη. Το άσθμα στα πάνω του. Είμαι ευτυχισμένη μόνο όταν είμαι στο γραφείο μου ή παρέα με τα ζώα μου.
Ολα τα άλλα, σας τα χαρίζω. Και όλους τους Αύγουστους της ζωής μου.